- δουλοπρέπεια
- ηδουλική συμπεριφορά, δουλικότητα, δουλοφροσύνη: Η στάση του δείχνει δουλοπρέπεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δουλοπρεπείᾳ — δουλοπρεπείᾱͅ , δουλοπρέπεια slavish spirit fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλοπρέπεια — slavish spirit fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλοπρέπεια — η (AM δουλοπρέπεια) συμπεριφορά που ταιριάζει σε δούλο, ευτέλεια χαρακτήρα, αναξιοπρέπεια … Dictionary of Greek
δουλοπρεπείας — δουλοπρεπείᾱς , δουλοπρέπεια slavish spirit fem acc pl δουλοπρεπείᾱς , δουλοπρέπεια slavish spirit fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλοπρέπειαν — δουλοπρέπεια slavish spirit fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδραποδωδία — ἀνδραποδωδία, η (Α) η δουλοπρέπεια, η ανελευθερία … Dictionary of Greek
ανελευθερία — η (AM ἀνελευθερία) έλλειψη ελευθερίας·|| αρχ. 1. έλλειψη ελεύθερου φρονήματος, μικροπρέπεια, δουλοπρέπεια 2. φιλαργυρία, τσιγγουνιά … Dictionary of Greek
αρέσκεια — η (AM ἀρέσκεια) ευχαρίστηση, ικανοποίηση, προτίμηση αρχ. 1. το να προσπαθεί κάποιος να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, η δουλοπρέπεια 2. κάθε τι που κολακεύει ή ευχαριστεί κάποιον 3. (με καλή σημασία) η καλή, η αρμόζουσα, η ηθική συμπεριφορά 4. αἱ… … Dictionary of Greek
γλείφω — (Μ γλείφω) σύρω τη γλώσσα επάνω σε κάτι νεοελλ. Ι. 1. εγγίζω απαλά ή μόνο στην επιφάνεια («το κύμα έγλειφε τον βράχο») 2. κατατρώγω, καταστρέφω («δυο ποντικοί... τού δέντρου εγλείφασιν την ρίζαν») 3. βασανίζω, τριβελίζω («οι έννοιες και οι… … Dictionary of Greek
γλειφοβολώ — ( άω) 1. γλείφω συνέχεια 2. κολακεύω, φέρομαι με δουλοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλείφω + βολώ < βολος < βάλλω] … Dictionary of Greek